- συνάωρ
- -ορος, ἡ, Α(κατά το λεξ. Σούδα) βλ. συνήωρ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνήωρ — ήορος και, κατά το λεξ. Σούδα, συνάωρ, άορος, ἡ, Α η σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αωρ, αορος (< ἀείρω [II] «συνδέω, συνάπτω», βλ. και λ. συν ήορος). Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek